-
1 κολλάω
κολλάω, zusammenleimen, -fügen, verbinden; χρυσόν Pind. N. 7, 78, wie σίδηρος κολλώμενος (damascirt?), Plut. Symp. 1, 2, 6; τὴν σάρκα κολλᾷ πρὸς τὴν τῶν ὀστῶν φύσιν Plat. Tim. 82 d; so auch A. – Oft übertr., κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ Aesch. Ag. 1547, wie wohl für προςάψαι zu emend. ist; κολλᾷ καὶ συνδεῖ πόϑος πάντα ἤϑη Plat. Legg. VI, 776 a; Plut.; oft im N. T. – S. auch κολλητός.
См. также в других словарях:
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek